- χοροκιθαρεύς
- χοροκῐθᾰρ-εύς, έως, ὁ,A one who plays the cithara to a chorus, CIG 2758f, al. ([place name] Aphrodisias); dat. sg. written χοροκιθαρι (sic) IG14.611 ([place name] Sardinia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοροκιθαρεύς — έως, ὁ, Α χοροκιθαριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κιθάρα + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek